σχοινοβατικός

σχοινοβατικός
η , ό[ν] относящийся к канатоходцу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σχοινοβατικός" в других словарях:

  • σχοινοβατικός — ή, ό / σχοινοβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχοινοβάτης] νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχοινοβάτη ή στη σχοινοβασία («σχοινοβατικές ασκήσεις») αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ σχοινοβατική (ενν. τέχνη) η σχοινοβασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»